Yovan Çavuş / Γιάννης ο Λοχίας |
(Ικόνιο Μικράς Ασίας 1896 – Αθήνα 1942) ...
Ο Γιοβάν (Ιωάννης) Εϊτζηρίδης γεννήθηκε στην Κασταμονή του Ικονίου της Μ. Ασίας από Έλληνες γονείς (ποντιακής καταγωγής) το 1896. Δεκαοχτώ χρονών είχε γίνει γνωστός σ΄ όλη την Μ. Ασία σαν εξαιρετικός μουσικός.
Στην Τουρκία ήταν γνωστός μουσικός και λέγεται ότι έπαιξε ακόμα και στη αυλή του σουλτάνου Αμπτούλ Χαμίτ Β'.
«Γιοβάν Τσαούς» ψευδώνυμο προερχόμενο από το βαθμό του *λοχία που είχε υπηρετώντας στον Τούρκικο στρατό, από το οποίο και έμεινε το προσωνύμιο.
* «τσαούς» (çavuş = λοχίας)
Με την μουσική ασχολήθηκε από πολύ μικρός, παίζοντας τα έγχορδα της οικογένειας (ταμπουρά, ούτι κλπ). Όμως με τα γεγονότα του 1922, μαζί με χιλιάδες Έλληνες, παίρνει και αυτός το δρόμο της προσφυγιάς, και το 1923 τον βρίσκουμε στον Πειραιά όπου εργάστηκε ως ράφτης. Δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική. Έπαιζε και έγραφε για το κέφι του και δεν τραγουδούσε επαγγελματικά (Αν και στην Τουρκία εργαζόταν σαν μουσικός). Δεν ανέβαινε στο πάλκο γιατί έλεγε: «Δεν παίζω εγώ γιά να χορεύουν οι πουτάνες». Διαφωνούσε με τον τρόπο λειτουργίας των άλλων μουσικών, και τον τρόπο «διασκέδασης» ορισμένων θαμώνων. Σ΄ όλη του ζωή μία – δύο φορές παρέβηκε την αρχή του, όπως το 1933 που δούλεψε στου Γιώργου Τζελαλίδη στις παράγγες της Κοκκινιάς.
Ο Γιοβάν Τσαούς, δίπλα του ο Νίκος "Τρελάκιας" Μάθεσης, με παρεα στην αγορά του Πειραιά (1936-'37). |
Στο βιβλίο "Ρεμπέτικη Ιστορία 1-Περπινιάδης, Γενίτσαρης, Μάθεσης, Λελάκης (ο στιχουργός)" του Κ. Χατζηδουλή (εκδόσεις Νεφέλη, 1978), στη σελ.15..
-Διηγείται ο Στελλάκης Περπινιάδης:
«..O Γιοβάν Τσαούς ήξερε όλους τους δρόμους. Τους δρόμους όλους τους ξέρουν μόνο αυτοί που παίζουν κανονάκι, γι αυτό και ο Τσαούς είχε στο μπουζούκι του ταστιέρα από κανονάκι. Όποιος έπιασε αυτό το μπουζούκι για να παίξει, το παράτησε αμέσως. Κανείς δεν μπορούσε να παίξει. Μια φορά το πήρε στα χέρια του ο Μάρκος ο Βαμβακάρης, αλλά γρήγορα το παράτησε. Αλλά τι να παίξει ο Μάρκος από το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς που ήταν αλλόκοτο...»
Πολλοί είναι εκείνοι που μίλησαν για τον μουσικό Γιοβάν Τσαούς με τα καλύτερα λόγια. Σαν μουσικός (σύμφωνα με διηγήσεις παλιών) ηταν άφταστος, ενώ οι γνώσεις του επάνω στους «δρόμους» της ανατολίτικης μουσικής, τα μακάμ, ηταν μοναδικές.
Από αυτόν πήραν γνώσεις οι Μάρκος, Μπάτης , Δελιάς, Παγιουμτζής, Κερομύτης, και άλλοι ρεμπέτες, με τους οποίους βρισκόταν συχνά και έπαιζαν στις διάφορες παρέες!!!
Ο Γιοβάν Τσαούς δημιούργησε έναν μύθο γύρω από το όνομα του τόσο με το ιδιαίτερο ύφος του, τη μοναχική συμπεριφορά του, και πάνω απ’ όλα, με τα «δύστροπα» (κατά τον Βαμβακάρη) όργανα του, τα οποία ΜΟΝΟ εκείνος μπορούσε να παίξει !!!!!
Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό με τον Μάρκο, ο οποίος άφησε το δικό του μπουζούκι και επιχείρησε να παίξει με το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς. Μάταια όμως, και από τη «φούρκα» του, κόντεψε να το σπάσει λέγοντας ότι τα όργανα αυτά έχουν ένα αφεντικό...!!!!!
το έργο του...
Οι ηχογραφήσεις του Γιοβάν Τσαούς έγιναν την περίοδο 1935-1937. Ο Τσαούς φέρεται να έχει ηχογραφήσει μόνο 13 δικά του τραγούδια με τις φωνές του Αντώνη Καλυβόπουλου και του Στελλάκη Περπινιάδη.
Ανάμεσα σε αυτά γνωστότερο είναι ίσως το «Πέντε μάγκες στο Περαία», τραγούδι με πρωτόγνωρα για το ρεμπέτικο σουίνγκ στοιχεία!.
-Διηγείται ο Στελλάκης Περπινιάδης:
«..O Γιοβάν Τσαούς ήξερε όλους τους δρόμους. Τους δρόμους όλους τους ξέρουν μόνο αυτοί που παίζουν κανονάκι, γι αυτό και ο Τσαούς είχε στο μπουζούκι του ταστιέρα από κανονάκι. Όποιος έπιασε αυτό το μπουζούκι για να παίξει, το παράτησε αμέσως. Κανείς δεν μπορούσε να παίξει. Μια φορά το πήρε στα χέρια του ο Μάρκος ο Βαμβακάρης, αλλά γρήγορα το παράτησε. Αλλά τι να παίξει ο Μάρκος από το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς που ήταν αλλόκοτο...»
Ο Γιοβάν Τσαούς, βρέθηκε να γνωρίζεται με τον μεγάλο Παναγιώτη Τούντα, και να είναι μάλιστα και σολίστας σε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του Τούντα, ο οποίος σημειωτέον ηταν τότε καλλιτεχνικός διευθυντής εταιριών δίσκων.
Τα τραγούδια του Τούντα στα οποία έπαιξε μπουζούκι ο Γιοβάν Τσαούς , ηταν ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣΣΑ, η θρυλική ΒΑΡΒΑΡΑ, ΜΑΡΙΚΑ Η ΔΑΣΚΑΛΑ, και άλλα...
Πολλοί είναι εκείνοι που μίλησαν για τον μουσικό Γιοβάν Τσαούς με τα καλύτερα λόγια. Σαν μουσικός (σύμφωνα με διηγήσεις παλιών) ηταν άφταστος, ενώ οι γνώσεις του επάνω στους «δρόμους» της ανατολίτικης μουσικής, τα μακάμ, ηταν μοναδικές.
Από αυτόν πήραν γνώσεις οι Μάρκος, Μπάτης , Δελιάς, Παγιουμτζής, Κερομύτης, και άλλοι ρεμπέτες, με τους οποίους βρισκόταν συχνά και έπαιζαν στις διάφορες παρέες!!!
Ο Γιοβάν Τσαούς (βέλος), μπροστά στο καφεουζοπωλείον του «Η Συνάντησις» το 1930 περιπου. |
Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό με τον Μάρκο, ο οποίος άφησε το δικό του μπουζούκι και επιχείρησε να παίξει με το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς. Μάταια όμως, και από τη «φούρκα» του, κόντεψε να το σπάσει λέγοντας ότι τα όργανα αυτά έχουν ένα αφεντικό...!!!!!
Ν' ακούσεις τον Γιοβάν Τσαούς, που παίζει το μπουζούκι
και με τις έμορφες πενιές, ανάβει το τσιμπούκι (!)
το έργο του...
Οι ηχογραφήσεις του Γιοβάν Τσαούς έγιναν την περίοδο 1935-1937. Ο Τσαούς φέρεται να έχει ηχογραφήσει μόνο 13 δικά του τραγούδια με τις φωνές του Αντώνη Καλυβόπουλου και του Στελλάκη Περπινιάδη.
Ανάμεσα σε αυτά γνωστότερο είναι ίσως το «Πέντε μάγκες στο Περαία», τραγούδι με πρωτόγνωρα για το ρεμπέτικο σουίνγκ στοιχεία!.
Τα υπόλοιπα τραγούδια του Γιοβάν Τσαούς φέρονται να είναι τα: «Βλάμισσα» ή Δραπετσώνα (Μέρες και νύχτες περπατώ), «Διαμάντω αλανιάρα», «Γιοβάν Τσαούς», «Γελασμένος», «Παραπονιούνται οι μάγκες» , «Κατάδικος», «Μάγκισσα», «Σε μια μικρούλα», «Η Ελένη η ζωντοχήρα», «Ο πρεζάκιας», «Γελασμένος» και το δημοτικοφανές «Δροσάτη Πελοπόννησος»
Tους στίχους κάποιων τραγουδιών του δεν τους έγραφε ο ίδιος, αλλά η γυναίκα του Αικατερίνη Χαρμουτζή!
Έγραψε πολλά τραγούδια αλλά λίγα είναι στο όνομα του, που κι αυτά αργότερα διάφοροι τα παρουσίασαν για δικά τους..
Όπως πολλοί συνθέτες της εποχής (Βαγγέλης Παπάζογλου, Ανέστος Δελιάς, Γιώργος Μπάτης και άλλοι) σταμάτησε να ηχογραφεί το 1937 επειδή αρνείτο να δεχτεί να υποβάλλονται τα έργα του σε λογοκρισία την οποία επέβαλε το καθεστώς του Μεταξά...
Το 1937 μετακόμισαν οριστικά από τον Πειραιά στο σπίτι τους στην Κοκκινιά, όπου και έμειναν μέχρι το τέλος τους το 1942. Ο Γιοβάν Τσαούς και η γυναίκα του Αικατερίνη, πέθαναν τον Οκτώβρη του 1942 από δηλητηρίαση.. Είχαν φάει αλλοιωμένο θαλασσοβρεγμένο στάρι, και ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε στις 10 το βράδυ, και μετά πέντε ώρες η γυναίκα του στα χέρια της ανιψιάς της...
Η συμβολή του Γιοβάν Τσαούς στη δημιουργία και εξέλιξη του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού είναι πολύ μεγάλη διότι άνοιξε νέους δρόμους, μετέδωσε τις γνώσεις του και επηρέασε τους υπόλοιπους μουσικούς, συνθέτες και δημιουργούς της εποχής του.
Έγραψε πολλά τραγούδια αλλά λίγα είναι στο όνομα του, που κι αυτά αργότερα διάφοροι τα παρουσίασαν για δικά τους..
Όπως πολλοί συνθέτες της εποχής (Βαγγέλης Παπάζογλου, Ανέστος Δελιάς, Γιώργος Μπάτης και άλλοι) σταμάτησε να ηχογραφεί το 1937 επειδή αρνείτο να δεχτεί να υποβάλλονται τα έργα του σε λογοκρισία την οποία επέβαλε το καθεστώς του Μεταξά...
Το 1937 μετακόμισαν οριστικά από τον Πειραιά στο σπίτι τους στην Κοκκινιά, όπου και έμειναν μέχρι το τέλος τους το 1942. Ο Γιοβάν Τσαούς και η γυναίκα του Αικατερίνη, πέθαναν τον Οκτώβρη του 1942 από δηλητηρίαση.. Είχαν φάει αλλοιωμένο θαλασσοβρεγμένο στάρι, και ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε στις 10 το βράδυ, και μετά πέντε ώρες η γυναίκα του στα χέρια της ανιψιάς της...
Η συμβολή του Γιοβάν Τσαούς στη δημιουργία και εξέλιξη του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού είναι πολύ μεγάλη διότι άνοιξε νέους δρόμους, μετέδωσε τις γνώσεις του και επηρέασε τους υπόλοιπους μουσικούς, συνθέτες και δημιουργούς της εποχής του.
Πέντε μάγκες του Περαία
πέρναγαν απ’ τον τεκέ
ένας είπε απ’ την παρέα
πα’ να πιούμε έν’ ναργιλέ..
Μπήκαν μέσα να φουμάρουν
φώναξαν τον τεκετζή
πιάσε έν’ ναργιλέ αφράτο
με Περσίας τουμπεκί.. (!)
Στις άκρες είναι γραμμένο το όνομα του με κοκάλινα γράμματα " Ι ΤΣΑΒΟΥΣ " |
«Είχα την ευκαιρία να μελετήσω τα όργανα του Γιοβάν Τσαούς, που βρίσκονται σε άριστη κατάσταση στα χέρια των απογόνων της αδελφής της γυναίκας του.
Πρόκειται για δυο τρίχορδους ταμπουράδες, ο μεγάλος, με ελεύθερο μήκος χορδής 64 εκατοστά, κι ο μικρός, αντίστοιχα με μήκος 52 εκατοστά.
Ένα τρίτο όργανο, μισοτελειωμένο, καταστράφηκε σε κάποια μεταφορά.
Πρόκειται για ιδιότυπα, από μορφολογική άποψη όργανα, και έχουν κατασκευαστεί από το γνωστό οργανοποιό του Πειραιά Κυριάκο Πεσμαζόγλου η Λαζαρίδη, κατά πάσα πιθανότητα αντίγραφα προτύπων που πρέπει να έφερε ο Γιοβάν Τσαούς από την Μικρά Ασία.
Όσον αφορά τη μορφή, διατηρούν το σχήμα του ταμπουρά που συναντάμε σε γκραβούρες, πίνακες ζωγραφικής, χαλκογραφίες, εικονογραφίες, κλπ του 17ου , 18ου και 19ου αιώνα.
Το πιο ενδιαφέρον κατασκευαστικό στοιχείο είναι το κούφιο μπράτσο, που αποτελεί συνέχεια του σκάφους.
Στο τελείωμα του σκάφους έχουμε την πύκνωση στις ντούγιες, ένα διακοσμητικό συνδετικό και εν συνεχεία τις ντούγιες του μπράτσου.
Έχει οκτώ κλειδιά από σκληρό ξύλο μέσα από το οποίο περνάν κοκάλινα στριφτάρια.
Στις άκρες είναι γραμμένο το όνομα του με κοκάλινα γράμματα (ΤΣΑΒΟΥΣ και Ι.ΤΣ).
Το κούφιο μπράτσο ελαφρύνει πολύ το όργανο, ενώ η συνέχεια σκάφους – μπράτσου, διευκολύνει την κίνηση του αριστερού χεριού στις υψηλές νότες.
Όσον αφορά τα διαστήματα που δημιουργούνται από τα τάστα, παρατηρούμε τα εξής.:
Όσον αφορά στο μεγάλο όργανο (64 εκατοστά ελεύθερο μήκος χορδής), ακολουθει με ακρίβεια τα διαστήματα του προπολεμικού σαζ-μπαγλαμά που κατασκεύαζαν στην Τουρκία , όπου γίνεται χρήση των γνωστών διαστημάτων της μονοφωνικής μουσικής 9/8, 10/9 (επόγδοος και επιένατος τόνος) και 16/15 η 256/243 για τα ημιτόνια, με 5 σημεία ενδιάμεσης παρέμβασης στα διαστήματα του τόνου.
Το δεύτερο όργανο (52 εκατοστά ελεύθερο μήκος χορδής) ακολουθει τα διαστήματα του τούρκικου σαζ-τζουρά, με μικρολάθη στις τοποθετήσεις των τάστων που οφείλονται μάλλον στον κατασκευαστή.. Είναι φανερό ότι τα όργανα αυτά δεν ηταν δυνατόν να έλθουν σε ταυτοφωνία με τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες της πειραιώτικης κομπανίας του Βαμβακάρη κλπ που ηταν χωρισμένα για να παίζουν συγκεκριμένα διαστήματα»..
Ο τρίχορδος ταμπουράς του Γιοβάν Τσαούς |
Φωτο απο τις μουσικοσυνθετριες Αρετη και Ιωαννα Σπανομαρκου. Και προσθετουν: Η εκπληξη και η συγκίνηση ήταν τεράστια!! Να κρατάς στα χέρια σου αυτα τα ιερά κειμήλια της ελληνικής μουσικής... δεν θα το ξεχάσουμε ποτε!! Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Παναγιώτη για την πολύ ευγενική του κίνηση, και την άδεια που μας έδωσε και τα φωτογραφίσαμε! Τα μοιραζόμαστε λοιπον μαζί σας!!! |
αριστερα Αντώνης Καλυβόπουλος, δεξια Στελλάκης Περπινιάδης |
-Μερος από τον Πάνο Σαββόπουλο. "Ελευθεροτυπία", Σάββατο 5/5/2011.
- Ο Αντώνης Καλυβόπουλος μπήκε ξαφνικά, και από το ..πουθενά στη δισκογραφία το 1935 και πολύ σύντομα, πάλι ξαφνικά, βγήκε. Κι όμως, αυτό το λίγο έφτασε για ν' αφήσει το σημάδι του!
Και το σημάδι αυτό το αναγνωρίζουν ακόμα και σήμερα όσοι ακούνε τα 6, και μοναδικά, τραγούδια που δισκογράφησε, όλα συνθέσεις του Ιωάννη Εϊτζιρίδη, γνωστότερου ως Γιουβάν Τσαούς.
- (Σημειωτέον ότι δεν ήταν τραγουδιστής στο επάγγελμα, αλλά μηχανολόγος,)
- Επιπρόσθετα, ο Γιουβάν Τσαούς, όπως και ο Καλυβόπουλος, δεν είχε ως επάγγελμα τη μουσική. Τα υπόλοιπα 6, από τα 12, τραγούδια του τα δισκογράφησε με τη φωνή του υπερεπαγγελματία Στελλάκη Περπινιάδη. Ο Στελλάκης, ως γνωστόν, τραγουδούσε τον ...άμμο της θάλασσας, όπως ρεμπέτικα, μικρασιάτικα, αστικά λαϊκά, μανέδες, δημοτικά... Η ερμηνεία του, λοιπόν, στα 6 τραγούδια του Γιουβάν Τσαούς ήταν ακόμα μία απόδειξη των τεράστιων φωνητικών και εκφραστικών του δυνατοτήτων, αλλά και του προσωπικού του ύφους. Ηταν, κοντολογίς, κάτι ...εντελώς αναμενόμενο. Ο Αντώνης Καλυβόπουλος όμως ήταν το κάτι ...άλλο. Ηταν το άγνωστο και το καινούριο, δηλαδή το μαγικό. Κι αυτό, σε συνδυασμό πάντα με τα «άγνωστα και καινούρια» τραγούδια του μεγαλοφυούς εκ Κατάμονης Πόντιου Γιουβάν Τσαούς, έπαιρνε μεγαλύτερες διαστάσεις. Γιατί ένας «ερασιτέχνης» είπε τα τραγούδια ενός «ερασιτέχνη» και αμφότεροι ήταν εκτός ...πιάτσας. Επιπρόσθετα, η φωνή του Καλυβόπουλου δεν «έφερνε», ούτε στο ελάχιστο, σε καμία από τις τότε γνωστές φωνές τραγουδιστών, όπως των Κάβουρα, Ρούκουνα, Στελλάκη, Στράτου κ.ά. Η φωνή του Αντώνη Καλυβόπουλου ήταν σταθερή και με βάρος, αλλά ταυτόχρονα εύκαμπτη, και μπορούσε έτσι να περάσει με επιτυχία και άνεση από όλες τις μελωδικές «πτυχώσεις» που δημιουργούσαν τα δύσκολα μακάμια που είχε για καμβά στα τραγούδια του ο μεγάλος Γιουβάνης. Θα προτιμούσα, και όχι μόνο εγώ..., να είχε αυτός δισκογραφήσει και τα υπόλοιπα τραγούδια του Γιουβάν Τσαούς, αφού τον αγαπημένο μας Στελλάκη έχουμε τη δυνατότητα να τον απολαύσουμε από τις περίπου 400 ηχογραφήσεις του, ενώ για τον Αντωνάκη έχουμε μόνον 6!
(Η φράση «Γεια σου, Καλυβόπουλε» ακούγεται στα τραγούδια «Γιοβάν Τσαούς» και «Παραπονούνται οι μάγκες μας».)
Περισσότερα για τον Γιοβάν Τσαούς στο ρεμπέτικο φόρουμ
Ο Γιοβαν Τσαους βαραει
Το μπουζουκι του γλυκα
Κι κιθαρα ακολουθαει
Το ζεμπεκικο γλυκα (από Δ.Γ)